- πονοκεφαλώ
- -άω, Νβλ. πονοκεφαλιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πονοκεφαλώ — και πονοκεφαλιάζω 1. μτβ., ενοχλώ, σκοτίζω, στενοχωρώ κάποιον. 2. αμτβ., σκοτίζομαι, στενοχωρούμαι, ενοχλούμαι, ανησυχώ: Τι πονοκέφαλος για ξένες υποθέσεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονοκεφαλιάζω — και πονοκεφαλώ, άω, Ν [πονοκέφαλος] 1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του») 2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι 3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο… … Dictionary of Greek
πονοκεφαλιάζω — ιασα, και πονοκεφαλώ ησα 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον, ζαλίζω, σκοτίζω: Με πονοκεφάλιασε με τη φλυαρία του. 2. αμτβ., ενοχλούμαι πολύ, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Πονοκεφάλιασα με τα τηλεφωνήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)